- γεωτραγία
- γεωτρᾰγία, ἡ,A an eating of earthy substances, Hp.Morb.4.55.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γεωτραγία — γεωτραγία, η (Α) η χρησιμοποίηση τού χώματος ως τροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεω (< γη) + (θ.) τραγ έτραγον (αόρ. β του τρώγω) + (κατάλ.) ία] … Dictionary of Greek
γεωτραγίης — γεωτραγία an eating of earthy substances fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek